- ασσυριολόγος
- οο επιστήμονας που μελετά τις ασσυριακές αρχαιότητες και τα ασσυριακά κείμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασσύριος + -λόγος < λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ασσυριολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τον πολιτισμό των Ασσυρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασσυριολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα] … Dictionary of Greek
παμβαβυλωνισμός — Η απόπειρα ερμηνείας των αρχαίων πολιτισμών και ιδιαίτερα της μυθολογίας και της θρησκείας τους, με βάση τη βαβυλωνιακή και τη σουμερική κοσμοθεωρία. Κύριοι εισηγητές του π. υπήρξαν ο ασσυριολόγος X. Βίνκλερ και ο Θεολόγος Α. Τζερέμιας. Κατά τους … Dictionary of Greek
Σαίης, Αρχιβάλδος Ερρίκος — (Sayce). Άγγλος ανατολιστής και γλωσσολόγος (1845 1933). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1876 διαδέχτηκε το Μαξ Μύλλερ στην έδρα της συγκριτικής γλωσσολογίας. Διακρίθηκε κυρίως σαν ασσυριολόγος. Έγραψε διάφορα έργα, τα… … Dictionary of Greek